19 Ιουν 2008

Η ΠΕΝΤΑΔΑ ΤΩΝ ΛΕΟΝΤΩΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

Και όντως, ο Πάρης έφτασε στην καφετέρια μισή ώρα αργότερα από την προκαθορισμένη ώρα. Ήταν μια παλιά συνήθεια που την είχε αποκτήσει από τα αναρίθμητα ραντεβού του με γυναίκες. Η πείρα του είχε διδάξει ότι αν αργούσε και αυτός κανένα εικοσάλεπτο, και πρώτος θα έφτανε στο ραντεβού, και θα είχε χρόνο να παραγγείλλει τα ποτά: Martini για τον εαυτό του και κάτι γλυκό αλλά ύπουλο για εκείνην. Του Πάρη δεν του άρεσε να σπαταλάει πολύ χρόνο στα προκαταρκτικά.

Και πράγματι, ο Σεμπάστιαν δεν φάνηκε να ξαφνιάζεται που άργησε ο φίλος του. Του είχε ήδη παραγγείλει καφέ.
"Τί έγινε, άργησες να κοιμηθείς πάλι χθες?", ρώτησε ο Σεμπάστιαν.
"Όχι ιδιαίτερα",απάντησε ο Πάρης, "κατά τις μία ήμουν στο κρεβάτι, και κατά τις τρεις ήμουν σπίτι". "Εσείς πώς τα πήγατε στο καταγώγιο?" ρώτησε τον Σεμπάστιαν, ενθυμούμενος με φρίκη το νυχτερινό μαγαζί στο οποίο δούλευε ο φίλος του.
"Τα ίδια μωρέ," είπε ο Σεμπάστιαν, "ξέρεις πως είναι τα πράγματα, τα ποτά μας ακριβά και η μουσική μας φτηνή".
<<Και οι γυναίκες σας ακόμα πιο φτηνές>> σκέφτηκε ο Πάρης, αλλά δεν είπε τίποτα. Δεν του άρεσε να λέει παρά μόνο τα απαραίτητα, ιδίως αν δεν έχει πιει καφέ. Και η εμμονή του Σεμπάστιαν να πίνουν τον καφέ τους στο "Ταζωαμουαργβέρσο" δεν βοήθαγε στο να δημιουργηθεί συζήτηση. Χαθείτε στα ενδότερα...

Η ΠΕΝΤΑΔΑ ΤΟ ΛΕΟΝΤΩΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

Φίλε μου καλέ, παλιέ μου φίλε καλημέρα…

Σήμερα είναι Πέμπτη, η επίσημη μέρα γραφής στο blog και σου έχω ετοιμάσει ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Lorien Tempelakroua.
Σε ενημερώνω απλώς πως οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα ή καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική και την ευθύνη την έχει μόνο ο συγγραφέας.

Έχουμε και λέμε λοιπόν:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
Η πρωινή δροσιά της ανατολής του Ιουνίου είχε κάνει την εμφάνισή της στο αιγαιοπελαγίτικο νησί της Αντοπίνης. Ωστόσο, οι παλαιότεροι κάτοικοι του νησιού, οι οποίοι ήξεραν να διαβάζουν τα σημάδια του καιρού, μιλούσαν για μία μέρα αφόρητης ζέστης και νηνεμίας. Ήδη τα πρώτα οχήματα είχαν βγει στους δρόμους και μέσα από τα τζάμια μπορούσες εύκολα να διακρίνεις πρόσωπα νυσταγμένα και κυρίως βαριεστημένα, που πήγαιναν όπως όλα έδειχναν για δουλειά.
Κάπου μακριά από την πρωτεύουσα του νησιού, σ’ ένα χωριό, όπου η ιστορία αναφέρει πως ήταν το πρώτο παγκοσμίως που νομιμοποίησε τις αιμομιξίες, ο Πολ Μουχλοαμέροβιτς είχε μόλις σηκωθεί από το κρεβάτι. Αφού πλύθηκε, έχοντας ήδη προλάβει να πατήσει το κουμπί έναρξης του υπολογιστή στο δρόμο προς την τουαλέτα, φόρεσε τα ρούχα της δουλειάς, για τα οποία κακεντρεχείς άνθρωποι, φίλοι και όχι μόνο, τόνιζαν διαρκώς πως μοιάζουν περισσότερο με στολή καθαρίστριας σε φτηνό ξενοδοχείο στην Αθηνάς. Στρίβοντας το πρώτο του τσιγάρο και τραβώντας μια γερή τζούρα δυνατού καφέ, έδειχνε να απολαμβάνει το τέταρτο που του έμενε προτού ξεκινήσει για τη δουλειά, καθισμένος στο επιβλητικό σκαλιστό γραφείο, όπου δέσποζε ένας υπολογιστής και αρκετά σκορπισμένα χαρτιά σε μία άγνωστη γραφή για πολλούς, τα οποία ανέφεραν στρατηγικές και άλλα χρήσιμα για τον Πολ πράγματα. Το τέταρτο πέρασε και ο στραβωμένος διαρκώς Πολ προχώρησε σέρνοντας τα πόδια του προς την Τζάγκουαρ, την οποία του δώρισε μία από τις εκατοντάδες γυναίκες που είχαν περάσει από το κρεβάτι του και κατευθύνθηκε προς τον «Κλεφτόκωλο», όπου και εργαζόταν ως πωλητής αποχυμωτών.
Λίγα χιλιόμετρα νοτιότερα σ’ ένα γραφικό, μα αρκετά τουριστικό χωριό, στο Καμπάρι, η μοναδική γυναίκα, η οποία έδινε ένα τόνο ευχάριστης αλλαγής και απαράμιλλης ομορφιάς, εδώ και μισή ώρα ετοιμαζόταν κι εκείνη για τη δουλειά. Κλεισμένη σχεδόν είκοσι λεπτά στην τουαλέτα, η Ρουσουνέλα Μούρμορ διόρθωνε τις τελευταίες ατέλειες στο πρόσωπο της και μονολογούσε κοιτώντας τον καθρέφτη.
«Είσαι θεά κούκλα μου, είσαι θεά. Ακόμα και πρωί – πρωί δείχνεις τόσο όμορφη, όσο καμιά. Αν και δεν έχω καμία διάθεση να πάω σ’ αυτή τη δουλειά που χαραμίζομαι θα τους κάνω το χατίρι να ομορφύνω άλλη μία μέρα το νησί με την παρουσία μου. Και τώρα που το θυμήθηκα ή σήμερα ή αύριο είχα βάλει στο πρόγραμμα να σπάσω τον υπολογιστή του ακαμάτη. Θα το κοιτάξω μετά και θα δω. Και ορκίζομαι πως αν δεν σπάσω και αυτό το ηλίθιο δισκάκι, που έχει για φωτογραφία ένα μπανάλ δαχτυλίδι, να γυρίσω σπίτι σήμερα και να έχω γεμίσει ρυτίδες».
Ξαφνικά ακούστηκε από τον κάτω όροφο η φωνή του επιτακτικού πατέρα, που παρά τα αμέτρητα χρήματα και τις επιχειρήσεις παρέμενε άνθρωπος παλαιάς κοπής, ο οποίος καλούσε προστακτικά την Ρουσουνέλα να ετοιμαστεί, καθώς ήδη είχαν καθυστερήσει να ξεκινήσουν τουλάχιστον δέκα λεπτά. Η Ρουσουνέλα βάζοντας μία τελευταία πινελιά από το ροζ κραγιόν, που τόνιζε τα σαρκώδη χείλη της, έριξε μία τελευταία ματιά στον καθρέφτη και κατευθύνθηκε στο κάτω όροφο. Φορώντας μία τρομερά αποκαλυπτική ροζ φούστα και ένα μικρό μαύρο μπλουζάκι, το οποίο βλέποντάς το νόμιζες πως τα στήθη της ασφυκτιούν ανάμεσα στο ύφασμα και το ηλιοκαμένο κορμί της, έκλεισε την πόρτα της μεζονέτας και με ανάλαφρο, γοητευτικό βήμα προχώρησε προς το πολυτελές αμάξι, που την περίμενε έξω από την πόρτα.
Κι ενώ το μεσημέρι πλησίαζε, σ’ ένα από το πιο επιβλητικά σπίτια της πρωτεύουσας του νησιού, ένα ξυπνητήρι αγκομαχούσε σφυρίζοντας δίπλα στο κομοδίνο του Αλφόνσο Ντε Ριζάρα, χωρίς όμως να πετυχαίνει τη δουλειά για την οποία προορίστηκε. Η μητέρα του Αλφόνσο, η Λούσσυ Μυτούλιν, μία αρκετά καλοδιατηρημένη γυναίκα, αν αναλογιστεί κανείς πως έμενε στο ίδιο σπίτι με τα δυο της παιδιά, τα οποία κόντευαν τα 25 και τον μεγαλοκαρχαρία της μικρής αυτής κοινωνίας, τον οποίο σίγουρα δεν τον έλεγες αντικρίζοντάς τον περισσότερο από πέντε λεπτά αν είχες την τύχη, γνωρίζοντα του Savoir Vivre. Προσπάθησε να ξυπνήσει τον μοναχογιό της, ο οποίος όπως κάθε πρωί που κάποιος τολμούσε να τον ξυπνήσει θυμίζοντάς του πως πρέπει να πάει για δύο ώρες στη δουλειά, τον άρχιζε σε λογής – λογής «γαλλικά». Βέβαια, η άστατη ζωή του και ο εφιάλτης, που έβλεπε συνεχώς τις τελευταίες εβδομάδες κάθε νύχτα, τον είχαν κάνει νευρικό πέραν του δέοντος. Το όνειρο είχε απόλυτη σχέση με το πρόβλημα που ταλάνιζε το τελευταίο διάστημα την παρέα, ωστόσο ακόμα δεν είχε καταφέρει να το συνδυάσει με τα γεγονότα που είχαν συμβεί και με άλλα τα οποία έδειχναν ξεκάθαρα τι θα ακολουθούσε. Βάζοντας γρήγορα ότι βρήκε μπροστά του ξεκίνησε με τα πόδια να πάει, περπατώντας ενάμιση χιλιόμετρο, στον τοπικό τηλεοπτικό σταθμό, που εργαζόταν!
Ο ήλιος πια…έγλυφε με τις πύρινες γλώσσες του το νησί της Αντοπίνης και το μεσημέρι είχε πέσει για τα καλά. Οι δημόσιες υπηρεσίες και τα γραφεία ανάλογου τύπου είχαν κλείσει, ενώ όλοι ετοιμάζονταν για το μεσημεριανό τους.
Κι ενώ όλα έδειχναν να τρέχουν με ρυθμούς εκνευριστικά γρήγορους, οι δύο εναπομείναντες της παρέας, που αργότερα ονομάστηκε η πεντάδα των Λεόντων, μόλις άνοιγαν τα μάτια τους και καλημέριζαν με όχι τόσο ευγενικό τρόπο τη νέα μέρα και τη ζέστη που ήδη είχε κάνει τα μέτωπα τους να ιδρώνουν.
Απ’ τη μία ο Σεμπάστιαν Ντελ Σούφρος, ένας νέος που περισσότερο έμοιαζε με αριστερό τρομοκράτη, έτοιμο ανά πάσα στιγμή για επίθεση αυτοκτονίας, παρά με μπάρμαν σε νυχτερινό μαγαζί αμφιβόλου ποιότητας μουσικής. Γνήσιο τέκνο της τεμπελιάς, ο ακαμάτης Σεμπάστιαν σηκώθηκε, έπειτα από μία κουραστική νύχτα δουλειάς παρέα με διάφορων τύπων μεθυσμένων και απογοητευμένων θαμώνων του μαγαζιού, έβγαλε μπροστά από τα μάτια του τα μακριά μαλλιά του, που είχαν μπλεχτεί με το μούσι του και ανοίγοντας τον υπολογιστή, έφτιαξε τον πρωινό του καφέ! Καθισμένος στο μικρό, αλλά αρκετά πρακτικό γραφείο του άνοιξε την προσωπική του ιστοσελίδα, αναμένοντας ένα μήνυμα που περίμενε και αυτός και όλη η παρέα του, αλλά απ’ ότι φαίνεται ούτε σήμερα έδειχνε πως θα έφτανε στο ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο.
Λίγα μέτρα πιο δυτικά, ο Πάρης Ψηλέκας, γνωστός στην παρέα με το προσωνύμιο «τουρίστας», καθώς είχε γυρίσει αναζητώντας δουλειά, μα κυρίως άφθονο πληρωμένο έρωτα την μισή Ευρώπη, άνοιξε τα μάτια του και με αργές και νωχελικές κινήσεις ψηλάφησε το κομοδίνο του, αναζητώντας τα γυαλιά του και το κινητό του. Βέβαια, τα γυαλιά πλέον τα χρησιμοποιούσε μόνο μέχρι να φτάσει στο μπάνιο, όπου τη θέση τους έπαιρναν οι φακοί επαφής. Ένα συνήθειο που του το είχε κολλήσει κάποια Ρουμάνα, της οποίας σπατάλησε κάθε σταγόνα από το κορμί της επί δύο μήνες κι ύστερα την παράτησε ένα πρωί, αφήνοντας της ένα απλό γράμμα με ένα ευχαριστώ στα ρουμάνικα και 1700 ευρώ για τις πρώτες της ανάγκες. Ο Πάρης ήταν αρκετά ευπαρουσίαστος, με κοντά μαλλιά προς το ξανθό, γκριζοπράσινα μάτια κι ένα κορμί, στο οποίο σπάνια οι γυναίκες μπορούσαν να αντισταθούν. Βέβαια και ο ίδιος αναρωτιόταν αν η επιτυχία του με το αντίθετο φύλλο οφείλονταν στο παρουσιαστικό του ή στον σαγηνευτικό τρόπο που μιλούσε στο εκάστοτε…θύμα του. Αφού πάλεψε για δέκα λεπτά με τη θέληση του να ξανακοιμηθεί και την υποχρέωσή του να πάει στο ραντεβού με τον Σεμπάστιαν τελικά τον κέρδισε η υποχρέωση και πατώντας σε ρυθμό ριπλέι τα πλήκτρα του υπερσύγχρονου κινητού του έστειλε το μήνυμα στον εγκάρδιο φίλο του.
«Καλημέρα αμπλαούμπλη. Εγώ ξύπνησα. Πάμε στη πλατεία να πιούμε καφέ και να δούμε ήντα θα κάνουμε; Σε δέκα λεπτά θα είμαι εκεί».
Ο Σεμπάστιαν κοιτώντας την ατζέντα της μέρας, ένα δώρο που ποτέ δεν κατάλαβε γιατί του έκανε η Ρουσουνέλα, αλλά για να μην της χαλάσει χατίρι το έβλεπε κάθε πρωί, ακόμα κι αν δεν του έκανε καμία αίσθηση το περιεργάζονταν με το απορημένο βλέμμα του πρωινού.
«Οκ, θα είμαι εκεί. Μην πάρεις εφημερίδα θα έχω πάρει εγώ την Sportnight», απάντησε και ξεκίνησε να πηγαίνει προς το σημείο συνάντησης, αν και ήξερε πως και μισή ώρα να αργούσε ο Πάρης ακόμα δεν θα είχε ξεκινήσει από το σπίτι του. Χαθείτε στα ενδότερα...